-
1 ἀφροντιστία
ἀφροντ-ιστία, ἡ,II in pass. sense, being unheeded,ὑπ' ἀνθρώπων Phld.Mort.36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφροντιστία
-
2 μακρολόγος
μακρο-λόγος, ον,A speaking at length,θεός Com.Adesp.14.1
D., cf. Axiop.1.11: [comp] Comp., Pl. Sph. 268b; -ώτερος τοῦ συμμέτρου Philostr. VS1.10
. Adv. - γως Gal. 17(1).744.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρολόγος
-
3 σύμμετρος
A commensurate with, of like measure or size with, σύμμετρος σῷ ποδί (sc. ἡ βάσις) E.El. 533; ; βόστρυχον.. σύμμετρον τῷ σῷ κάρᾳ exactly like it, A.Ch. 230: esp. of Time, commensurate with, keeping even with, δαλὸν ἥλικα ξύμμετρόν τε διαὶ βίου ib. 610 (lyr.); τῷδε τἀνδρὶ ς. being of like age with him, S. OT 1113; ποίᾳ ξύμμετρος προὔβην τύχῃ; coincident with what chance have I come? i.e. in the very nick of time, Id.Ant. 387, cf. E.Alc.26 (infr. 111).2 in Mathematics, having a common measure, σύμμετροι αἱ τῷ αὐτῷ μέτρῳ μετρούμεναι (sc. γραμμαί) Arist.LI 968b6; freq. denied of the relation between the diagonal of a square and its side, Id.APo. 71b27, APr. 41a26, Ph. 221b25, Rh. 1392a18; [τὸ νόμισμα] πάντα ποιεῖ σύμμετρα commensurable, Id.EN 1133b22; μήκει οὐ σύμμετροι τῇ ποδιαίᾳ not lineally commensurate with the one-foot side, Pl.Tht. 147d, cf. 148b: [comp] Comp., of musical intervals,ταῖς αἰσθήσεσιν εὐληπτότερα τὰ -ότερα Ptol.Harm.1.10
.II in measure with, proportionable, exactly suitable, λόγοι ἀνδράσι ς. Isoc.4.83, cf. 5.110, 12.135; γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις ς. Str.15.1.26;σ. πρός τι Pl.Lg. 625d
, Metrod.Fr.1, etc.; c. dat., Pl.Men. 76d, Ti. 67c, Epicur.Fr.81 ([comp] Comp.).2 abs., in right measure, in due proportion, symmetrical, opp. ὑπερβάλλων and ἐλλείπων, Arist.EN 1104a18, al.;τὸ σ. καὶ καλόν Pl.Phlb. 66b
;τῶν φύσει ξηροτέρων.. ὡς πρὸς τὸν σ. παραβάλλειν Gal.6.360
, cf. 27, al.3 generally, fitting, meet, due,ξύμμετρον δ' ἔπος λέγω A.Eu. 532
(lyr.); , cf. Phld.Rh.1.288S., al.; ξύμμετρος ὡς κλύειν within fit distance for hearing, S.OT84.4 moderate,πόνοι Isoc.1.12
;ὥστε σύμμετρον.. τὸ πνεῦμα.. ποιεῖν Antiph.202.16
;σ. τροφαί Sor.1.26
, cf. 49, al.; σ. στέγη moderate in size, X.Oec.8.13; of suitable size, (Canopus, iii B.C.).III Adv. - τρως in moderation, Isoc.1.32, etc.; in due time,ἀφίκετο E.Alc.26
; σ. πρὸς ἑωυτόν conveniently, Hp.Off.3; σ. ἔχειν πρός τι to be in proportion to.., X.Eq.1.16; ;σ. ἴσχειν λεπτότητος καὶ πάχους Pl.Ti. 85c
; τὸ μετὰ νοῦ καὶ τὸ ς. Nicom.Com.1.36; = μετρίως, φέρειν IG12(7).396.31 (Amorgos, ii B.C.), cf. Aristid.Quint.2.5. [comp] Comp. - ότερον more fittingly, D.61.27 (v.l. -ώτερον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμμετρος
См. также в других словарях:
συμμετρία — Έστω ένα επίπεδο Ε και ένα σημείο του Ο. Ορίζεται τότε μια απεικόνιση ένα με ένα του Ε πάνω στον εαυτό του (ένας «μετασχηματισμός» του Ε) ως εξής: σε κάθε σημείο Ρ του Ε παίρνουμε ως εικόνα του το (μοναδικό) σημείο P’ του Ε με την ιδιότητα: OP =… … Dictionary of Greek
προκαταπαύω — Α [καταπαύω] 1. κάνω να σταματήσει κάτι εκ τών προτέρων («οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῡσαι τοῡ φρονήματος», Λιβάν.) 2. καταπαύω, σταματώ προτού να... («προκαταπαύειν τινὰ τοῡ συμμέτρου», Γαλ.) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… … Dictionary of Greek